- οἴκετις
- οἴκετ-ῐς, ῐδος, ἡ, fem. of οἰκέτης, Hp.A Aër.21, LXXEx.21.7 ;
οἰκέτιν τ' ἐφέστιον περιστεράν S.Fr.866
;οἰ. γυνή E.El.104
.II housewife, Theoc. 18.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἰκέτιν τ' ἐφέστιον περιστεράν S.Fr.866
;οἰ. γυνή E.El.104
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικέτις — οἰκέτις και οἰκέτισσα, ἡ (Α) βλ. οικέτης … Dictionary of Greek
οἰκέτις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκετίδων — οἴκετις Aër. fem gen pl οἰκέτις fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκέτιδας — οἴκετις Aër. fem acc pl οἰκέτις fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκέτιδες — οἴκετις Aër. fem nom/voc pl οἰκέτις fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκέτιδι — οἴκετις Aër. fem dat sg οἰκέτις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκέτιδος — οἴκετις Aër. fem gen sg οἰκέτις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκέτιν — οἰκέτις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικέτης — οἰκέτης, ὁ, θηλ. οἰκέτις και οἰκέτισσα (ΑΜ, Α και οἰκότης) μσν. μτφ. ο άγιος ως υπηρέτης τής εκκλησίας αρχ. 1. δούλος που έμενε και υπηρετούσε στο σπίτι στο οποίο συχνά είχε γεννηθεί και ανατραφεί 2. (ποιητ. και ως επίθ.) σπιτικός («ἐν θεοῡ… … Dictionary of Greek
ενοικέτις — ἐνοικέτις, η (Α) [οικέτις] η ένοικος, η κάτοικος … Dictionary of Greek
ԱՂԱԽԻՆ — (խնոյ, ով կամ աւ. նայք, նայց կամ նաց, կամ նանց, նովք. եւ նեայք, եայց, եօք.) NBH 1 0031 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 8c, 10c գ. δούλη , θεράπαινα, παιδίσκη, οἱκέτις ancilla, serva, famula Նաժիշտ. աղջիկ կամ կին սպասաւոր ʼի տան՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)